Αναζήτηση:

Καβάφης, Κωνσταντίνος (Αλεξάνδρεια, 1863 - 1933)

Επάγγελμα: Ποιητής

Ημερομηνίες: 1863 - 1933

Καβάφης, Κωνσταντίνος (Αλεξάνδρεια, 1863 - 1933)

Καβάφης, Κωνσταντίνος (Αλεξάνδρεια, 1863 - 1933). Ποιητής με παγκόσμια ακτινοβολία, μια από τις σημαντικότερες μορφές της νεοελληνικής ποίησης. Ενατο και τελευταίο παιδί του Πέτρου I. Καβάφη, (Κωνσταντινούπολη, 1814 - Αλεξάνδρεια, 1870), μεγαλέμπορου βαμβακιού, από φαναριώτικο γένος που οι ρίζες του φαίνεται πως είναι βυζαντινές και της Χαρίκλειας, το γένος Φωτιάδη, (Νιχώρι Κωνσταντινουπόλεως, 1834 - Αλεξάνδρεια, 1899) από παλαιότατη οικογένεια της Πόλης, έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στήν Αλεξάνδρεια, μέσα σε εξαιρετικές συνθήκες ευημερίας. Στο ισόγειο του διώροφου σπιτιού των Καβάφηδων στην αριστοκρατική οδό Σερίφ, στεγάζονταν τα γραφεία του ακμαίου εμπορικού οίκου «Καβάφης & Σία» (κύριος συνεταίρος ο Γεώργιος Καβάφης, θείος του ποιητή, εγκαταστημένος στο Λονδίνο), ενώ η οικογένεια του Πέτρου Καβάφη «ζούσε μεγάλα» στο πρώτο και το δεύτερο πάτωμα, διατηρώντας Γάλλο παιδαγωγό, Αγγλίδα τροφό (nurse), Έλληνες υπηρέτες, Ιταλό αμαξά και Αιγύπτιο σεΐση (θυρωρό). Ωστόσο, με τον πρόωρο, σχετικά, θάνατο του Πέτρου Καβάφη το 1870, αρχίζει, ουσιαστικά, και η σταθερή πορεία της οικογένειας προς την οικονομική κρίση και την παρακμή. Ήδη στα 1872, δύο μόλις χρόνια μετά το θάνατο του συζύγου της, η Χαρίκλεια υποχρεώνεται να διαλύσει το σπίτι της οδού Σερίφ και να φύγει με τα παιδιά της στην Αγγλία, όπου και θα παραμείνει επί έξι χρόνια, με κύριο τόπο διαμονής το Λίβερπουλ, ενώ ένα μικρό διάστημα θα το περάσουν στο Λονδίνο. Ο Καβάφης, όταν φεύγουν για την Αγγλία, είναι εννέα χρονών και όταν επιστρέφουν στην Αλεξάνδρεια το 1878, είναι δεκαπέντε. Είναι φανερό, επομένως, ότι ο ποιητής έκανε ένα μεγάλος μέρος των εγκύκλιων και των γυμνασιακών σπουδών του στην Αγγλία. Έμαθε, έτσι, σε βάθος την αγγλική γλώσσα, μέσα στο φυσικό της χώρο, ενώ είχε την ευκαιρία να καλλιεργήσει την έμφυτη ροπή του προς τα Γράμματα, αλλά και να αποκτήσει τις βασικές παιδευτικές του συνήθειες μέσα στο δοκιμασμένο αγγλικό εκπαιδευτικό σύστημα, κάτι που θα σημαδέψει γενικότερα την παιδεία του και θα έχει μια θετική επίδραση στην όλη πνευματική και καλλιτεχνική του ανέλιξη.

Μετά την επιστροφή του, πάντως, στην Αλεξάνδρεια, ο ποιητής θα συνεχίσει τις βασικές του σπουδές στο Εμποροπρακτικό Λύκειο «Ο Ερμής» του Κωνσταντίνου Α. Παπαζή, σχολείο που ιδρύθηκε στα 1881 και στο οποίο φοιτούν, επίσης, οι παιδικοί του φίλοι Μικές Ράλλης και Στέφανος Σκυλίτοης, ίσως και οι Τζων Π. Ροδοκανάκης και Κίμων Περικλής. Από την άλλη, υπάρχουν στοιχεία ότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην επιστροφή από την Αγγλία και στο ξεκίνημα της φοίτησης στον «Ερμή» (1878 - 81), ο Καβάφης είχε αρχίσει να μελετά και να εργάζεται πνευματικά από μόνος του, χρησιμοποιώντας βιβλία από τις δανειστικές βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας. Οι πρώτες, λοιπόν, προσπάθειες του κατά βάση αυτοδίδακτου, «σοφού γέρου της Αλεξάνδρειας» να καλύψει τα κενά των βασικών του γνώσεων και να αυξήσει την πνευματική του περιουσία, ανάγονται στα χρόνια αυτά. Σε τούτη την τριετία, άλλωστε, ανάγεται και η φιλόδοξη προσπάθειά του να συντάξει ένα ιστορικό λεξικό, προσπάθεια που τελικά δεν ολοκληρώθηκε, αφού τα λήμματα του νεανικού αυτού έργου του φιλόλογου-ποιητή, σταμάτησαν «στη μοιραία λέξη Αλέξανδρος».

Στα 1882 έγινε μια νέα οικογενειακή μετακίνηση. Αυτή τη φορά προς την Πόλη. Αιτία η εθνικιστική επανάσταση του Αραμπί* στην Αίγυπτο και οι ταραχές που ακολούθησαν, κάνοντας τη θέση των εκεί Ευρωπαίων επισφαλή. Στην Πόλη θα παραμείνουν τρία χρόνια (ως τον Οκτ. του 1885), φιλοξενούμενοι του φαναριώτη παππού του Γεωργάκη Φωτιάδη. Ο ποιητής φαίνεται πως, από ψυχολογική και συναισθηματική άποψη, ήταν προετοιμασμένος για τούτη τη νέα απομάκρυνση από τη γενέτειρά του, αφού η σχέση του μαζί της φαίνεται πως βρισκόταν ακόμη σε ένα στάδιο προστριβής: «... Όταν διατείνεσαι ότι μισείς την Αλεξάνδρεια και όλο αυτό το τίποτε δεν σε πιστεύω» (επιστολή Μικέ Ράλλη της 28- 2-1883). Η τριετής, πάντως, παραμονή στην Πόλη θα σταθεί ιδιαίτερα κρίσιμη για τον Καβάφη, προς διάφορες κατευθύνσεις. Είναι γνωστό ότι αποφεύγει κατά το διάστημα αυτό να ενημερώσει τους φίλους του για την ιδιωτική του ζωή, ενώ, καθώς πληροφορούμαστε από τις ανέκδοτες βιογραφικές σημειώσεις της Ρίκας Σεγκοπούλου, «ο ομοσεξουαλισμός του άρχισε να εκδηλώνεται στα 1883». Γνωρίζουμε, ακόμη, από γράμμα της νονάς του, Αμαλίας Πιταρίδου-Πάππου της 22- 11-1883, ότι ο Καβάφης της είχε εκφράσει την επιθυμία να τον βοηθήσει για να ακολουθήσει πολιτικό και δημοσιογραφικό στάδιο.

Ωστόσο, το πιο αξιοσημείωτο στοιχείο της περιόδου αυτής, είναι το γεγονός ότι η παραμονή του στην Πόλη συμπίπτει με τις πρώτες μαρτυρημένες συστηματικές του προσπάθειες να επιδοθεί στην τέχνη του ποιητικού λόγου. Απ' το τεκμήριο της πρώιμης αυτής προσπάθειας του Καβάφη, αποτελεί μια ομάδα αδημοσίευτων από τον ίδιο ποιημάτων, τα οποία εξέδωσε, μαζί με άλλα ανέκδοτα ποιήματα, το 1968 ο Γ. Π. Σαββίδης*. Δύο από αυτά είναι γραμμένα στα αγγλικά, μαρτυρώντας εξαρχής την εκφραστική διγλωσσία του Καβάφη, στοιχείο που χαρακτηρίζει γενικότερα την όλη συγγραφική του προσπάθεια. Η χρήση της αγγλικής γλώσσας, ιδίως για την καταγραφή των στοχασμών του καθώς και των αυτοσχολίων που αφορούν τα ποιήματά του, αποτελεί κύριο στοιχείο του πεζού λόγου του ποιητή, ως και την ώριμη φάση της συγγραφικής του ιστορίας. Μια άλλη όψη του γλωσσομαθούς Καβάφη, πολύ ενδιαφέρουσα επίσης για το οχηματισμό της ποιητικής του φυσιογνωμίας, είναι και η αβίαστη προσφυγή του, κατά τις πρώτες αυτές συγγραφικές του εκδηλώσεις, στη δημιουργική μετάφραση και την ποιητική διασκευή. Έτσι, κατά την εποχή αυτή επεξεργάζεται μια διασκευή του από μπαλάντα της Αγγλίδας ποιήτριας λαίδης Βάρναδ με τίτλο Μάταιος μάταιος έρως, έργο που θα το δουλέψει ξανά φτάνοντας τελικά σε ένα δικό του ποιητικό αποτέλεσμα (το γνωστό αποκηρυγμένο ποίημα Ένας Έρως). Όσον αφορά την ατμόσφαιρα και το τοπίο της Πόλης, το οποίο φαίνεται ότι προκαλεί στον ποιητή μια ψυχική ευφορία, θα τα συναντήσουμε υπαινικτικά αποτυπωμένα ή και προβεβλημένα σε ποιήματα που γράφει κατά το διάστημα αυτό, όπως το Οι Βεϊζαδές προς την ερωμένη του (1884) και Dunya Guzeli (1884), αλλά ιδίως Το Νιχώρι (1885), μια συγκινημένη «έκφραση» των φυσικών καλλονών του πολιτικού τοπίου το οποίο, άλλωστε, ο Καβάφης θα το υμνήσει και στο πρώτο λογοτεχνικό του πεζό, το Μία νυξ στο Καλιντέρι (1884). Από καλλιτεχνική, πάντως, άποψη, μπορεί να λεχθεί ότι, γενικά, οι πρώτες αυτές ποιητικές προσπάθειες του Καβάφη, βρίσκονται κάτω από την άμεση επίδραση του αθηναϊκού ρομαντισμού: καθαρεύουσα γλώσσα, απαισιόδοξη φιλοσοφία, θέματα τυπικά στον πεισιθάνατο αθηναϊκό ρομαντισμό.

Τον Οκτώβριο του 1885 ο Καβάφης επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια μαζί με τη μητέρα και τους αδελφούς του Αλέξανδρο και Παύλο. Πρώτο, σημαντικό στοιχείο από βιογραφική άποψη κατά τη νέα αυτή περίοδο στην Αλεξάνδρεια, είναι η απόφαση του Καβάφη να εγκαταλείψει την αγγλική υπηκοότητα, την οποία είχε αποκτήσει ο πατέρας του γύρω στα 1850, και να πάρει την ελληνική. Αρχίζει να εργάζεται, όχι ακόμη συστηματικά, αλλάζοντας διάφορα επαγγέλματα όπως του δημοσιογράφου (1886), του μεσίτη στο Χρηματιστήριο Βάμβακος (1888) και του άμισθου γραμματέα στο Γραφείο Αρδεύσεων (1889 - 1892), υπηρεσία με Άγγλους προϊσταμένους, όπου ο Καβάφης θα προσληφθεί ως έκτακτος έμμισθος υπάλληλος το 1892 και θα εργαστεί μόνιμα εκεί επί τριάντα χρόνια, ως το 1922, φτάνοντας στο βαθμό του υποτμηματάρχη. Η σημαντικότερη, ωστόσο, χρονολογική τομή ως προς την εξέλιξη του καβαφικού έργου, κατά την εποχή αυτή, τοποθετείται στα 1891. Τη χρονιά αυτή ο Καβάφης εκδίδει σε μονόφυλλο το πρώτο πραγματικά αξιόλογο ποίημά του (το Κτίσται και δημοσιεύει μερικά από τα πιο σημαντικά πεζά του κείμενα, όπως τα δύο περί των «Ελγινείων» που παρουσιάζουν δημόσια την πολιτική πλευρά του ποιητή, ή τα Ολίγαι λέξεις περί στιχουργίας, Ο Σακεσπήρος περί της ζωής και Ο καθηγητής Βλάκη περί της νεοελληνικής, στα οποία προβάλλονται οι κύριες αρετές του φιλόλογου και του κριτικού Καβάφη: καθαρή σκέψη, λεπτές παρατηρήσεις, ενάργεια και σαφήνεια κατά τη διατύπωση. Αξιοσημείωτο είναι ακόμη, ότι την ίδια αυτή χρονιά ο Καβάφης πειραματίζεται δημιουργικά γράφοντας ένα «δισυπόστατο ποίημα», στο οποίο ενσωματώνει μεταφρασμένες περικοπές από το περίφημο ποίημα Correspondances του Μπωντλαίρ*, ποίημα που κατέχει θεμελιακή θέση στην ιστορία του ευρωπαϊκού συμβολισμού. Η πειραματική αυτή διασταύρωση του Καβάφη, αλλά και η σοβαρή θητεία του κατά τη δεκαετία που ακολουθεί στα καλλιτεχνικά κινήματα του παρνασσισμού και, ιδίως, του συμβολισμού, είναι καθοριστικής σημασίας για την όλη ποιητική του προσπάθεια. Στην πραγματικότητα, όλα σχεδόν τα αριστουργήματα της πρώιμης περιόδου της καβαφικής ποίησης, γράφονται κάτω από την επιρροή του συμβολισμού. Πρόκειται για ποιήματα που αγαπήθηκαν και συζητήθηκαν πολύ, όπως τα Κεριά (1893), Στην ίδια Πάλι [α' γραφή του Η Πόλις] (1894), Ένας Γέρος (1894) , Πολυέλαιος (1895), Τείχη (1896), Τα Παράθυρα (1897), Περιμένοντας τους Βαρβάρους (1898), Che fece il Gran Rifiuto (1899) και Το πρώτο Σκαλί (1899). Με τέτοια ποιήματα ο Καβάφης κατορθώνει να ξεπεράσει την εξωτερικότητα, τη ρητορεία, το στόμφο, γνωρίσματα χαρακτηριστικά της εντελώς πρώιμης φάσης της συγγραφικής του ιστορίας κατά την οποία μαθήτευσε στο φαναριωτισμό και στον αθηναϊκό ρομαντισμό.

Όσον αφορά τα πιο ενδιαφέροντα βιογραφικά στοιχεία της εποχής, θα πρέπει οπωσδήποτε να σημειωθεί ο θάνατος της μητέρας του ποιητή Χαρίκλειας το 1899, γεγονός που φαίνεται ότι συγκλόνισε τον Καβάφη «ο οποίος την ελάτρευε». Απτό τεκμήριο της αγάπης, αλλά και της συγκίνησης που του προκάλεσε ο θάνατός της, αποτελεί ένα ανέκδοτο στενογραφημένο ημερολόγιο, στο οποίο ο ποιητής κατέγραψε αναδρομικά διάφορα στιγμιότυπα από τη ζωή, την αρρώστια και τις τελευταίες ημέρες της Χαρίκλειας Καβάφη.

Από την άλλη, η πρώτη περίοδος που ακολουθεί το θάνατο της μητέρας του (1900 - 3), σημαδεύεται από μετακινήσεις και ταξίδια τα οποία, ενδεχομένως, θα μπορούσαν να συνδεθούν με τη νέα καλλιτεχνική μετατόπιση του Καβάφη, ο οποίος αρχίζει σιγά - σιγά να απαγκιστρώνεται κατά την τριετία αυτή από τον παρνασσισμό και το συμβολισμό και να κατακτά μια νέα ρεαλιστική φωνή. Στα 1900 έκανε ένα σύντομο ταξίδι στο Κάιρο και το 1901 ένα μεγαλύτερο στην Αθήνα κατά το οποίο γνωρίζεται με τον Ξενόπουλο* και τον Πολέμη*. Η σημασία του δεύτερου ταξιδιού, για το οποίο ο Καβάφης κράτησε ένα λεπτομερές ημερολόγιο στα αγγλικά, είναι μεγάλη. Ο ίδιος ο ποιητής θα σχολιάσει σε επιστολή του προς την εξαδέλφη του Μαριγώ, ότι πηγαίνοντας στην Αθήνα αισθανόταν όπως ένας πιστός που πήγαινε προσκυνητής στη Μέκκα. Το 1903 ταξιδεύει για δεύτερη φορά στην Αθήνα, όπου και γνωρίζεται με τον Πορφύρα*, ενώ στις 30 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς δημοσιεύεται στα Παναθήναια το ιστορικό άρθρο του Ξενόπουλου για τον Καβάφη με τίτλο «Ένας Ποιητής». Το 1902 γράφει τη στιχουργική μελέτη Η συνάντησις των φωνηέντων εν τη προσωδία, κείμενο που μαρτυρά βαθιά γνώση της νεοελληνικής ποιητικής παράδοσης, και το 1903 το σημαντικότερο πεζό του κείμενο, τον «φιλοσοφικό έλεγχο» των ποιημάτων του που είναι γνωστό με τον τίτλο Ποιητική.

Με την αρχή του 20ού αι. (1900 - 3), αλλά ιδίως μετά τη σημαντική για το καβαφικό έργο τομή του 1911, και ως το θάνατό του (1933), ο Καβάφης μπαίνει σε μια νέα περίοδο, με ενοποιητικό χαρακτηριστικό το γεγονός ότι έχει βρει την προσωπική του φωνή, αρχίζει πια να συγκροτεί τη δική του ποιητική περιοχή, η οποία μάλιστα, κατά τον ίδιο τον ποιητή ορίζεται από τρεις μεγάλους θεματικούς κύκλους που συχνά συμπλέκονται μέσα στο πλαίσιο του ίδιου ποιήματος. Πρόκειται για το φιλοσοφικό, τον ιστορικό και τον ηδονικό κύκλο, με βάση του οποίους διακρίνεται αντίστοιχα η ποίησή του σε φιλοσοφική, ιστορική και ηδονική. Από καλλιτεχνική άποψη, είναι φανερό ότι ο ποιητής έχει περάσει οριστικά πια σε μια περίοδο ποιητικού ρεαλισμού. Ωστόσο, και σ' αυτή την νέα περίοδο, διακρίνονται κάποιες εσωτερικές τομές, με κυριότερη εκείνη του 1917 / 18, οπότε, ελευθερωμένος ο ποιητής από όλων των ειδών τις κοινωνικές δεσμεύσεις και προκαταλήψεις, αποφασίζει να προχωρήσει τη ρεαλιστική του διατύπωση σε όρια πολύ τολμηρά και πολύ νεοτερικά, εντείνοντας και αποσαφηνίζοντας την ιδιομορφία των ερωτικών του ποιημάτων, αλλά και οξύνοντας και βαθαίνοντας την πολιτική κριτική του. Σημαντικά δείγματα της ύστερης αυτής καβαφικής περιόδου όσον αφορά την ερωτική, κοινωνική και πολιτική προώθηση της ποιητικής τέχνης του Καβάφη, αποτελούν ποιήματα όπως τα: Δύο νέοι 23 έως 24 ετών, Ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ, Ρωτούσε για την ποιότητα, Μέρες του 1908, Μύρης Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ., Εν μεγάλη Ελληνική Αποικία, 200 π.Χ.. Εν πορεία προς την Σινώπην, Ας φρόντιζαν, Στα 200 π.Χ., καθώς και το τελευταίο ποίημα που έγραψε ο Καβάφης, αλλά δεν πρόφτασε να το τυπώσει, το Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας.

Όσον αφορά τα κυριότερα βιογραφικά στοιχεία τα οποία σημαδεύουν την τελευταία και, αναλογικά, μεγάλη αυτή περίοδο της συγγραφικής ιστορίας του Αλεξανδρινού ποιητή (1900 - 33), θα πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Στα 1907 η εγκατάστασή του στο περίφημο σπίτι - εργαστήρι της οδού Λέψιους, όπου και θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του δημιουργώντας το σημαντικότερο τμήμα, ποσοτικά και ποιοτικά, του έργου του. Σημάδια ότι ο Καβάφης αρχίζει να πιστεύει ολοένα και περισσότερο στη συγγραφική του προσωπικότητα και ότι μετατρέπεται σιγά - σιγά αλλά σταθερά σε ένα συνειδητό και τίμιο τεχνίτη που προσηλώνεται με αυταπάρνηση στο έργο του, πρέπει να θεωρήσουμε το γεγονός ότι από το 1909 αρχίζει να συγγράφει τη Γενεαλογία του ενώ από το 1912 και πέρα τα έξοδα της ενδυμασίας του μειώνονται σχεδόν στα μισά. Το 1914 κάνει την πιο σημαντική ίσως γνωριμία της ζωής του με μια μεγάλη φιλία με το γνωστό Άγγλο μυθιστοριογράφο Έντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ*, ο οποίος θα παρουσιάσει πέντε χρόνια αργότερα πρώτος τον Καβάφη στο αγγλικό αναγνωστικό κοινό. Το 1917 γνωρίζεται με ένα άλλο «μυθικό» πρόσωπο της καβαφικής βιογραφίας, τον κατά άλλους παράνομο γιο του και κατά άλλους ερωτικό του σύντροφο και φίλο και, πάντως, μετέπειτα γενικό κληρονόμο του, τον Αλέκο Σεγκόπουλο. Λίγα χρόνια αργότερα (1921), και ενώ προτείνεται να προβιβαστεί σε τμηματάρχη, γράφει στους προϊσταμένους του ότι για προσωπικούς λόγους δεν επιθυμεί να νανανεώσει το συμβόλαιο εργασίας του με την Υπηρεσία που λήγει τον επόμενο Μάρτιο. Τον Απρίλιο του 1922 παραιτείται και χωρίς καμιά περίσπαση («επιτέλους ελευθερώθηκα απ' αυτό το μισητό πράγμα») θα αφοσιωθεί στη συμπλήρωση του ποιητικού του έργου. Στα 1923 πεθαίνει και ο τελευταίος εν ζωή αδελφός του, ο Τζων, σίγουρα ο πιο αγαπητός στον ποιητή, αφού πέρα από τη στοργή και την αγάπη που του έδειξε σε όλη τη ζωή του, ιδίως όμως στα νεανικά του χρόνια, υπήρξε και ο πρώτος θαυμαστής, φίλος και μεταφραστής του ποιητικού του έργου. Το 1926 η κυβέρνηση του δικτάτορα Παγκάλου* απονέμει στον Καβάφη το παράσημο του Φοίνικος, διάκριση την οποία ο ποιητής αποδέχεται υποστηρίζοντας ότι «Το παράσημο μου το απένεμε η Ελληνική Πολιτεία, την οποία σέβομαι και αγαπώ. Η επιστροφή του παρασήμου θα είναι προσβολή εκ μέρους μου προς την Ελληνικήν Πολιτείαν γι' αυτό και το κρατώ». Τον επόμενο χρόνο (1927) γνωρίζεται με το Νίκο Καζαντζάκη*, ενώ το 1928, στο «Εντευκτήριο των Γραμμάτων» ειρωνεύεται το Σκίπη* και υπερασπίζεται το Σικελιανό*. Το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς τον επισκέπτεται ο αρχηγός του φουτουρισμού Μαρινέττι*. Στο μεταξύ από το 1930 και πέρα ο ποιητής αρχίζει να υποφέρει από το λάρυγγα του. Τον Ιούλιο του 1932 οι γιατροί διαπιστώνουν καρκίνο του λάρυγγα. Φεύγει τότε για την Αθήνα, όπου του γίνεται τραχειοτομία. Ο ποιητής δεν μπορεί να μιλάει πια. Σημειώνει μόνο σε μικρά χαρτιά διάφορες παραγγελίες, συνήθως πρακτικής φύσης. Την ίδια χρονιά ο Μητρόπουλος* μελοποιεί δέκα ποιήματά του. Πίσω στην Αλεξάνδρεια, με την υγεία του να χειροτερεύει συνεχώς, δουλεύει στο κρεβάτι το τελευταίο του ποίημα. Αρχές Απριλίου μεταφέρεται στο Ελληνικό Νοσοκομείο, παθαίνει συμφόρηση το Σάββατο 29 Απριλίου, μέρα των γενεθλίων του και πεθαίνει στις δύο το πρωί.

Ο Καβάφης, όσο ζούσε, δεν εξέδωσε ποτέ συγκεντρωμένο ολόκληρο το ποιητικό του έργο, το οποίο, άλλωστε, συμπλήρωνε ως την τελευταία στιγμή του βίου του. «΄Εχω», έλεγε, «να γράψω ακόμη εικοσιπέντε ποιήματα», όσα περίπου είναι και τα ανέκδοτα «ατελή» ποιήματα που βρέθηκαν στο Αρχείο του και τα ετοίμασε προς έκδοση η Ρενάτα Λαβανιίνι. Ούτε, φυσικά, πραγματοποίησε ποτέ μια κανονική εμπορική έκδοση. Ακολούθησε ένα δικό του, ιδιόρρυθμο σύστημα έκδοσης και κυκλοφορίας του έργου του, το οποίο και προκάλεσε πολλές συζητήσεις στο χώρο των καβαφικών μελετών. Οπωσδήποτε, το μείζον αυτό φιλολογικό πρόβλημα, λύθηκε οριστικά το 1966 με τη διδακτορική διατριβή του Γ. Π. Σαββίδη που είχε ως αντικείμενο τις Καβαφικές Εκδόσεις. Περιληπτικά μπορεί να αναφερθεί ότι υπήρξαν τρία διαφορετικά στάδια εκδοτικής τακτικής του Καβάφη, σε «μονόφυλλα», «τεύχη» και «συλλογές» (θεματικές και χρονολογικές), τα οποία αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές φάσεις στην ιστορία της καβαφικής ποίησης. Η μέθοδος των «μονοφύλλων» χρησιμοποιείται από το 1891 ως και το 1904, οπότε ο ποιητής τυπώνει το πρώτο «τεύχος» με 14 ποιήματα. Το 1910. τυπώνει το δεύτερο «τεύχος» με 21 ποιήματα. Η πρώτη χρονολογική «συλλογή» του κυκλοφόρησε, ιδιωτικά πάντα κατά την πάγια τακτική του, το 1912 και η πρώτη θεματική «συλλογή» του το 1917. Για πρώτη φορά συγκεντρωμένο ολόκληρο το σώμα της αναγνωρισμένης καβαφικής ποίησης, κυκλοφόρησε το 1935 με επιμέλεια της Ρίκας Σεγκοπούλου, ενώ σήμερα κυκλοφορούν έγκυρες εκδόσεις των «αναγνωρισμένων», των «ανέκδοτων» και των «αποκηρυγμένων» ποιημάτων του Καβάφη, φροντισμένες από τον Γ. Π. Σαββίδη και αναμένεται η έκδοση των «ατελών» από τη Λαβανιίνι.

Το λιγοστό σε ποσότητα έργο του «ακριβέστερου εξόριστου άρχοντα του ελληνικού λόγου» και μ' όλες τις δυσκολίες διακίνησής του προς το πλατύ κοινό για αρκετά χρόνια, εξαιτίας του εκδοτικού συστήματος που είχε προκρίνει όσο ζούσε ο ποιητής, κατόρθωσε να επιβληθεί και να στερεώσει όσο κανένα άλλο έργο του σύγχρονου ελληνισμού τη φήμη του σε παγκόσμια κλίμακα, χάρη στην εξαιρετική του ποιότητα, την ανθεκτικότητα και την πρωτοποριακή του τόλμη. Τούτο πιστοποιείται και από το γεγονός ότι όλη η σύγχρονη, παραδοσιακή είτε μοντέρνα κριτική, καθώς και η νεότερη φιλολογική επιστήμη στην Ελλάδα, την Αγγλία, την Ιταλία, την Αμερική και σε άλλες χώρες, ασκείται σήμερα και δοκιμάζεται αποδοτικά με νέες αναλυτικές τομές και κριτικές προσεγγίσεις στο πρωτεϊκό αυτό έργο, το οποίο, ανεξάρτητα από τον όγκο της βιβλιογραφίας που το περισφίγγει, παραμένει πάντα δροσερό και ακμαίο, καινούργιο και ανεξάντλητο σε νοήματα και σοφία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Τ. Άγρας, Κριτικά, τ. 1 (Αθήνα 1980). Γ. Βρισιμιτζάκης, Το έργο του Κ.Π. Καβάφη (Αθήνα 1975). M. Yourcenar, Κριτική παρουσίαση του Κωνσταντίνου Καβάφη (Αθήνα 1983). Γ. Δάλλας, Ο Καβάφης και η δεύτερη Σοφιστική (Αθήνα 1984). Γ. Θέμελης, Η ποίηση του Καβάφη (Θεσσαλονίκη 1970). Ε. Keeley, Η Αλεξάνδρεια του Καβάφη (Αθήνα 1979), Τ. Μαλάνος, Ο ποιητής Κ.Π. Καβάφης (Αθήνα 1933, 1957). Μ. Περίδης, Ο βίος και το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη (Αθήνα 1948). Μ. Πιερής, Κ.Π. Καβάφης: έφοδος στο σκοτάδι. Η εξελιχτική πορεία (Αθήνα 1982). Γ. Π. Σαββίδης, Οι Καβαφικές Εκδόσεις (Αθήνα 1966). I.A. Σαρεγιάννης, Σχόλια στον Καβάφη (Αθήνα 1964). Γ Σεφέρης, Δοκιμές (Αθήνα 1962, 1974) Σ. Τσίρκας, Ο Καβάφης και η εποχή του (Αθήνα 1958)

Μιχάλης Πιερής

Φωτογραφίες

Ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης, από τις σημαντικότερες μορφές της νεοελληνικής ποίησης. Έργο του Α. Λαζαριδη (Αθήνα, Συλλογή του καλλιτέχνη).Ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης, από τις σημαντικότερες μορφές της νεοελληνικής ποίησης. Έργο του Α. Λαζαριδη (Αθήνα, Συλλογή του καλλιτέχνη).